Είδη τροφών
Τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων χαρακτήριζε η λιτότητα, κάτι που
αντικατόπτριζε τις δύσκολες συνθήκες στην ελληνική γεωργική δραστηριότητα.
Θεμέλιο τους ήταν η λεγόμενη «μεσογειακή
τριάδα»: σιτάρι, λάδι και κρασί.
Τα δημητριακά αποτελούσαν
τη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων, κατά τη μινωική, τη μυκηναϊκή και την κλασική περίοδο. Χαρακτηριστικό είναι πως η Αθήνα του Περικλή, αποτελούσε το μεγαλύτερο εισαγωγέα σιτηρών του
αρχαίου κόσμου: τα φορτία που κατέφθαναν από τη Μαύρη θάλασσα και τον Ελλήσποντο ανέρχονταν
κατά μέσο όρο σε 17.000 τόνους ετησίως. Κύρια προϊόντα ήταν το σκληρό σιτάρι (πύρος), η όλυρα (ζειά) και το κριθάρι (κριθαί).
Το σιτάρι
μουσκευόταν προκειμένου να γίνει μαλακό και κατόπιν επεξεργαζόταν με δύο
τρόπους: πρώτη περίπτωση ήταν το άλεσμά του προκειμένου να γίνει χυλός ώστε να αποτελέσει
συστατικό του λαπά. Η άλλη περίπτωση
ήταν να μετατραπεί σε αλεύρι από το
οποίο προέκυπτε το ψωμί (άρτος) ή διάφορες πίττες, σκέτες ή γεμιστές
με τυρί ή μέλι.
Τα δημητριακά συνοδεύονταν
συνήθως από οπωροκηπευτικά (λάχανα, κρεμμύδια, φακές και ρεβύθια). Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν με την
οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με το αν κατοικούσε στην πόλη,
στην ύπαιθρο ή κοντά στη θάλασσα. Οι Έλληνες κατανάλωναν ιδιαιτέρως τα γαλακτοκομικά και κυρίως το τυρί.
Το βούτυρο ήταν
γνωστό, αλλά αντί αυτού γινόταν χρήση κυρίως του ελαιόλαδου. Το φαγητό συνόδευε κρασί αναμεμειγμένο με νερό.
Ποτά
Στη πόση των αρχαίων Ελλήνων με την
ευρύτερη κατανάλωση ήταν προφανώς το νερό. Η αναζήτηση νερού υπαγόταν στις εργασίες που έπρεπε
να διεκπεραιώσουν καθημερινά οι γυναίκες. Αν και η χρήση πηγαδιού συχνά ήταν
αναπόφευκτη, όπως είναι φυσικό υπήρχε προτίμηση σε νερό «από πηγή πάντα ρέουσα
και αναβλύζουσα». Άλλα ποτά που καταναλώνονται συχνότατα ήταν το γάλα
κατσίκας και το υδρόμελι.
Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν πολλά
είδη κρασιού: λευκό, κόκκινο, ροζέ. Υπάρχουν μαρτυρίες για όλα τα
είδη καλλιέργειας, από το καθημερινό κρασί μέχρι εκλεκτές ποικιλίες. Ξακουστοί
αμπελώνες υπήρχαν στη Νάξο, τη Θάσο, τη Λέσβο και τη Χίο. Ορισμένες φορές το κρασί γινόταν γλυκύτερο με μέλι,
ενώ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για φαρμακευτικούς σκοπούς αν ανακατευόταν
με θυμάρι, κανέλλα και
άλλα βότανα.
Το κρασί στις περισσότερες
περιπτώσεις αραιωνόταν με νερό, καθώς ο "άκρατος οίνος" (μη αραιωμένο
κρασί) δεν ενδεικνυόταν για καθημερινή χρήση. Το κρασί αναμιγνυόταν σε
έναν κρατήρα από τον οποίο οι δούλοι
γέμιζαν τα ποτήρια με τη βοήθεια μιας οινοχόης.
Το κρασί επίσης είχε θέση και στη
γενική ιατρική, καθώς του αποδίδονταν
φαρμακευτικές ιδιότητες. Εκτός από τις ιατρικές περιστάσεις, η ελληνική
κοινωνία αποδοκίμαζε τις γυναίκες που έπιναν κρασί. Σύμφωνα με τον Αιλιανό ένας
νόμος στη Μασσαλία απαγόρευε στις γυναίκες να
πίνουν οτιδήποτε εκτός από νερό. Η Σπάρτη ήταν η μοναδική πόλη όπου
επιτρεπόταν στις γυναίκες να καταναλώνουν ότι ήθελαν.
Τα κρασιά που προορίζονταν για
τοπική χρήση διατηρούνταν σε ασκιά. Εκείνα που
επρόκειτο να πουληθούν τοποθετούνταν σε πίθους, μεγάλα
αποθηκευτικά αγγεία από πηλό. Κατόπιν μεταφέρονταν σε σφραγισμένους αμφορείς για να πωληθούν ανεξάρτητα,
είτε στον ίδιο τόπο, είτε σε άλλο, μεταφερόμενοι με πλοία. Τα επώνυμα κρασιά έφεραν ετικέτες με το όνομα του
παραγωγού ή των αρχόντων μιας πόλης που εγγυόντουσαν την καταγωγή
του. Αποτελεί το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία μιας πρακτικής που
επιβιώνει ως τις ημέρες μας.
Νεαρός που
στο δεξί χέρι κρατά μια οινοχόη για να αντλήσει κρασί από έναν κρατήρα, ώστε να γεμίσει μια κύλικα στο αριστερό του χέρι. Το
γεγονός ότι εμφανίζεται γυμνός μαρτυρά πως υπηρετεί ως οινοχόος σε συμπόσιο.
Αττικό ερυθρόμορφο κύπελλο, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι, 490 - 480
π.Χ. περίπου.
Ερυθρόμορφο πιάτο με
παράσταση ψαριών, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι, 350 - 325
π.Χ. περίπου.
Ο Τληπόλεμος λαμβάνει ως δώρο ένα στάχυ από τη
θεά Δήμητρα, ενώ η Περσεφόνη τον ευλογεί, ανάγλυφο του 5ου αιώνα
π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
Ιδιωτικά Γεύματα
Για τους αρχαίους Έλληνες τα γεύματα της ημέρας
ήταν τρία στον αριθμό. Το πρωινό του αρχαίου Αθηναίου ήταν λιτό και έτρωγε με
το πρώτο φως του ήλιου, το «ακράτισμα» που ήταν λίγο κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο
σε ανέρωτο κρασί, τον λεγόμενο άκρατο οίνο. Κάποιες φορές το συνόδευαν ελιές
και σύκα. Πιο συχνά, όμως, το πρωινό ήταν απλά μια κούπα από «κυκεώνα», δηλαδή
ένα ρόφημα από βρασμένο κριθάρι αρωματισμένο με μέντα ή θυμάρι, για το οποίο οι
αρχαίοι πίστευαν ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Κατά τη διάρκεια της μέρας, έπαιρναν ακόμα τρία
γεύματα: το άριστον (μεσημεριανό), το
δειλινό ή εσπέρισμα και το δείπνο.
Το τρίτο, το οποίο ήταν και το σημαντικότερο της ημέρας, σε γενικές γραμμές
καταναλωνόταν αφού η νύχτα είχε πλέον πέσει. Τέλος το αριστόδειπνον ήταν ένα κανονικό γεύμα
που μπορούσε να σερβιριστεί αργά το απόγευμα στη θέση του δείπνου. Το δείπνο
ήταν πλούσιο και στο τέλος προσφερόταν τα τραγήματα (επιδόρπια), φρούτα φρέσκα
ή ξηρά, κυρίως σύκα, καρύδια, σταφύλια ή γλυκά με μέλι.
Συμπόσια
Επίσης υπήρχε και το δειπνούμενο γεύμα με φίλους
ή γνωστούς που ονομάζονταν "συμπόσιο"
ή "εστίαση" που σήμερα λέγεται συνεστίαση (λέξη που
σημαίνει «συνάθροιση ανθρώπων που πίνουν»). Υπήρχαν και δείπνα όπου οι
συμμετέχοντες συνεισέφεραν ή οικονομικά, ή με τρόφιμα, τα οποία και λέγονταν
"συμβολές". Ο ‘Ομηρος τα αποκαλεί εράνους.
Το Συμπόσιο περιελάμβανε δύο στάδια: το πρώτο
ήταν αφιερωμένο στο φαγητό, που σε γενικές γραμμές ήταν λιτό, ενώ το δεύτερο
στην κατανάλωση ποτού και ξεκινούσε με σπονδή, τις περισσότερες φορές προς τιμή
του Διονύσου.
Μπορούσε να διοργανωθεί από έναν ιδιώτη για τους
φίλους ή για τα μέλη της οικογένειάς του, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με
τις προσκλήσεις σε δείπνο. Μπορούσε επίσης να αφορά τη μάζωξη μελών μιας
θρησκευτικής ομάδας ή μιας εταιρείας (ενός είδος κλειστού κλαμπ για
αριστοκράτες). Τα πολυτελή συμπόσια προφανώς προορίζονταν για τους πλούσιους,
ωστόσο στα περισσότερα σπιτικά θρησκευτικές ή οικογενειακές γιορτές αποτελούσαν
αφορμή για δείπνο, έστω και μετριοπαθέστερο.
Πηγές:
Ηλιάδη Α., Η Διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων, http://www.matia.gr/7/78/7806/7806_1_10.html
Focus, Μπαφατάκη, Β., Τα φαγητά των Αρχαίων Ελλήνων, http://peoplenews.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=118:2010-05-20-13-06-48&catid=20:2010-02-21-11-32-34&Itemid=58
Βικιπαίδεια, Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια, Η Διατροφή
στην Αρχαία Ελλάδα. http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%AE_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B1_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1
Συσσίτια
Τα συσσίτια αποτελούσαν κοινά γεύματα στα οποία
συμμετείχαν υποχρεωτικά άνδρες κάθε ηλικίας στα πλαίσια κοινωνικού ή
θρησκευτικού εθιμοτυπικού. Οι χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εντοπίζονται στην
Κρήτη και τη Σπάρτη, αν και ορισμένες πηγές κάνουν αναφορά σε ανάλογες
πρακτικές και σε άλλα μέρη. Άλλες γνωστές ονομασίες της πρακτικής αυτής είναι φειδίτια και ανδρεία.
Συγκεκριμένα στην Αρχαία Σπάρτη, η συμμετοχή στα
συσσίτια ήταν υποχρεωτική. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των Ομοίων, δηλαδή των
μελών της σπαρτιατικής κοινωνίας με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η
συνεισφορά τροφίμων (ή έτερης αποζημίωσης) για τη διατροφή που τους παρείχε το
κράτος. Η αποτυχία ανταπόκρισης στον κανόνα αυτό ήταν ατιμωτική. Αντίθετα με τα
συμπόσια, τα συσσίτια χαρακτήριζε η λιτότητα και η μετριοπάθεια.
Φαίνεται πως, στις περισσότερες περιστάσεις, οι
γυναίκες γευμάτιζαν χωριστά από τους άνδρες. Εάν το μέγεθος του σπιτιού το
καθιστούσε αδύνατο, οι άνδρες κάθονταν στο τραπέζι πρώτοι, με τις γυναίκες να
τους ακολουθούν μόνο αφού οι τελευταίοι είχαν ολοκληρώσει το γεύμα τους. Ρόλο
υπηρετών διατηρούσαν οι δούλοι.
Οι Έλληνες έτρωγαν καθιστοί, ενώ οι πάγκοι
χρησιμοποιούνταν κυρίως στα συμπόσια. Κομμάτια πεπλατυσμένου ψωμιού μπορούσαν
να χρησιμοποιηθούν ως πιάτα, ωστόσο τα πήλινα δοχεία ήταν και τα πιο
διαδεδομένα. Η χρήση μαχαιροπήρουνων δεν ήταν και πολύ συχνή: η
χρήση του πιρουνιού ήταν άγνωστη και ο συνήθης τρόπος λήψης του φαγητού ήταν με
τα δάχτυλα.
Τάξη ΣΤ2
Αναστασιάδης
Ζήσης
Δεληγιωργάκης
Κωνσταντίνος
Ιατρού
Κοσμάς
Κούσιος
Δημήτρης
Ντούνγκα
Χριστίνα
Παπαδοπούλου
Σοφία
Τσαντιρίδου
Ιωάννα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου